- δικαστήριο
- Gericht ср.
- ακυρωτικό δικαστήριο
- Berufungsgericht ср.
- αναθεωρητικό δικαστήριο
- Revisionsgericht ср.
- δικαστήριο ανηλίκων
- Jugendgericht ср.
- διαιτητικό δικαστήριο
- Schiedsgericht ср.
- Διεθνές Δικαστήριο
-
- διοικητικό δικαστήριο
-
- έκτακτο δικαστήριο
- Sondergericht ср.
- επαναστατικό δικαστήριο
-
- Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
-
- Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινωτήτων
-
-
- Schwurgericht ср.
- ομοσπονδιακό δικαστήριο
- Bundesgericht ср.
- Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο (Γερμανίας)
-
- πειθαρχικό δικαστήριο
-
- ποινικό δικαστήριο
- Strafgericht ср.
- πολιτικό δικαστήριο
- Zivilgericht ср.
- δικαστήριο πτωχεύσεων
- Insolvenzgericht ср.
- στρατιωτικό δικαστήριο
- Militärgericht ср.
- τόπος м. του δικαστηρίου
- Gerichtsort м.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- διαιτητικό δικαστήριο
- Schiedsgericht ср.
- πολυμελές δικαστήριο
- Kollegialgericht ср.
- αναθεωρητικό δικαστήριο
- Revisionsgericht ср.
- δικαστήριο ανηλίκων
- Jugendgericht ср.
- ποινικό δικαστήριο
- Strafgericht ср.