греко » немецкий

Переводы „δικαστικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

δικαστικ|ός <-ή, -ό> [ðikastiˈkɔs] ПРИЛ.

2. δικαστικός (του δικαστή):

δικαστικός
Richter-
Richteramt ср.

Примеры со словом δικαστικός

δικαστικός κλητήρας
δικαστικός αγώνας
δικαστικός συμβιβασμός
δικαστικός επιμελητής
δικαστικός διερμηνέας
δικαστικός λειτουργός
Gerichtsassessor(in) м. (ж.)

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский