греко » немецкий

Переводы „δοκιμασία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

δοκιμασία [ðɔcimaˈsia] SUBST ж.

1. δοκιμασία (εξέταση):

δοκιμασία
Prüfung ж.
γραπτή/προφορική δοκιμασία

2. δοκιμασία (δοκιμή):

δοκιμασία
Probe ж.
τυφλή δοκιμασία
Probezeit ж.

3. δοκιμασία (πείραμα):

δοκιμασία
Experiment ср.
δοκιμασία
Versuch м.

4. δοκιμασία (βάσανο):

δοκιμασία
Leid ср.

Примеры со словом δοκιμασία

τυφλή δοκιμασία
γραπτή/προφορική δοκιμασία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский