греко » немецкий

Переводы „δυνάμεις“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

παραγωγικές δυνάμεις ЭКОН.
Produktivkräfte ж. мн.
παραγωγικές δυνάμεις ЭКОН.
Produktivkräfte ж. мн.
πνευματικές δυνάμεις
Geisteskraft ж. ед.
ένοπλες δυνάμεις
Streitkräfte ж. мн.
ναυτικές δυνάμεις ВОЕН.
Seestreitkräfte ж. мн.
ναυτικές δυνάμεις ВОЕН.
Marine ж.
ναυτικές δυνάμεις ВОЕН.
Seestreitkräfte ж. мн.
ναυτικές δυνάμεις ВОЕН.
Marine ж.
ένοπλες δυνάμεις
Streitkräfte ж. мн.
διαμοριακές δυνάμεις
δυνάμεις ж. мн. της αγοράς
Marktkräfte ж. мн.
έχασε τις δυνάμεις του
οι μεγάλες δυνάμεις
die Großmächte ж. мн.
ανακτώ τις δυνάμεις μου
αυτό του έδωσε νέες δυνάμεις

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский