- εγγύηση
- Garantie ж.
- εγγύηση
-
- εγγύηση
- Bürgschaft ж.
-
- Havariebond м.
- αλληλέγγυα εγγύηση
-
- εγγύηση αυτοφειλής ЭКОН.
-
- γενική εγγύηση
-
- εγγύηση δανείου
-
- διαρκής εγγύηση
-
- εγγύηση επιταγής
-
- θεσμική εγγύηση
-
- εγγύηση καθορισμένης λήξης
-
- εγγύηση του κατασκευαστή
-
- τραπεζική εγγύηση
-
- εγγύηση πληρωμής
-
-
- Garantiezeit ж.
-
- Garantiekapital ср.
-
- Garantieabkommen ср.
- εγγύηση
- Kaution ж.
- εγγύηση μίσθωσης
- Mietkaution ж.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- εγγύηση ж. επαναγοράς
- εγγύηση ж. αποζημίωσης ЭКОН.
- εγγύηση ж. πληρωμής
- εγγύηση ж. παράδοσης
- εγγύηση ж. δανείου