греко » немецкий

Переводы „εισιτήριο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εισιτήριο [isiˈtiriɔ] SUBST ср.

1. εισιτήριο (για είσοδο):

εισιτήριο
ειδικό εισιτήριο

2. εισιτήριο (τρένου, λεωφορίου):

εισιτήριο
Fahrkarte ж.
βγάζω εισιτήριο
απλό εισιτήριο
εισιτήριο με επιστροφή
εισιτήριο διαρκείας
Zeitkarte ж.
εισιτήριο ελευθέρας
Freikarte ж.
εβδομαδιαίο εισιτήριο
ειδικό εισιτήριο
ημερήσιο εισιτήριο
μειωμένο εισιτήριο
μηνιαίο εισιτήριο
παιδικό εισιτήριο
φοιτητικό εισιτήριο
φοιτητικό εισιτήριο

3. εισιτήριο АВИА.:

εισιτήριο
εισιτήριο με επιστροφή
Hin- und Rückflug-Ticket ср.

Примеры со словом εισιτήριο

εισιτήριο ср. διαρκείας
εβδομαδιαίο εισιτήριο
μονό εισιτήριο
ειδικό εισιτήριο
φοιτητικό εισιτήριο
μηνιαίο εισιτήριο
δωρεάν εισιτήριο
βγάζω εισιτήριο
απλό εισιτήριο
εισιτήριο διαρκείας
εισιτήριο ελευθέρας
ημερήσιο εισιτήριο
μειωμένο εισιτήριο
παιδικό εισιτήριο
αεροπορικό εισιτήριο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский