греко » немецкий

Переводы „εκμεταλλευτής“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εκμεταλλευτής (εκμεταλλεύτρια) [ɛkmɛtalɛfˈtis, ɛkmɛtaˈlɛftria] SUBST м./ж. (ж.)

1. εκμεταλλευτής (που αξιοποιεί κάτι):

εκμεταλλευτής (εκμεταλλεύτρια)
Verwerter(in) м. (ж.)

2. εκμεταλλευτής (αρνητικά: με αθέμιτο τρόπο):

εκμεταλλευτής (εκμεταλλεύτρια)
Ausnutzer(in) м. (ж.)

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский