греко » немецкий

Переводы „ελάχιστο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ελάχιστο [ɛˈlaçistɔ] SUBST ср.

ελάχιστο
Minimum ср.
σχετικό ελάχιστο МАТЕМ.

Примеры со словом ελάχιστο

ελάχιστο βάρος
ελάχιστο κεφάλαιο
ελάχιστο τετράγωνο СТАТ.
ελάχιστο αποθεματικό
σχετικό ελάχιστο МАТЕМ.
ελάχιστο όριο ср. διαβίωσης ЭКОН.
ελάχιστο ποσό ср. επένδυσης
ελάχιστο ποσό ср. κατάθεσης
ελάχιστο άνω φράγμα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский