греко » немецкий

Переводы „ελευθερία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ελευθερία [ɛlɛfθɛˈria] SUBST ж.

ελευθερία
Freiheit ж.
ελευθερία ανταγωνισμού ЭКОН.
ελευθερία γνώμης
ελευθερία δράσης
ελευθερία εκλογής
ελευθερία της επιστήμης
ελευθερία θρησκεύματος, θρησκευτική ελευθερία
καλλιτεχνική ελευθερία
ελευθερία πληροφόρησης
προσωπική ελευθερία
προσωπική ελευθερία
ελευθερία συγκέντρωσης
ελευθερία της τέχνης
ελευθερία του τύπου
ελευθερία της σκέψης

Примеры со словом ελευθερία

ελευθερία θρησκεύματος, θρησκευτική ελευθερία
ελευθερία ж. δράσης
ελευθερία ж. έκφρασης
ελευθερία ж. σύστασης
ελευθερία ж. διδασκαλίας
ελευθερία ж. ανταγωνισμού
ελευθερία ανταγωνισμού ЭКОН.
ελευθερία γνώμης
ελευθερία δράσης
ελευθερία εκλογής
καλλιτεχνική ελευθερία
ελευθερία πληροφόρησης
προσωπική ελευθερία
ελευθερία συγκέντρωσης
απόλυτη ελευθερία
freie Berufe м. мн.
ελευθερία ж. της βούλησης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский