греко » немецкий

Переводы „ελληνιστής“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ελληνιστής (ελληνίστρια) [ɛlinisˈtis, ɛliˈnistria] SUBST м./ж. (ж.)

1. ελληνιστής (ο ασχολούμενος με τον ελληνικό πολιτισμό, με τη μετακλασική περίοδο):

ελληνιστής (ελληνίστρια)
Hellenist(in) м. (ж.)

2. ελληνιστής (ο ασχολούμενος με τα αρχαία ελληνικά):

ελληνιστής (ελληνίστρια)
Gräzist(in) м. (ж.)

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский