греко » немецкий

Переводы „εμπειρία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εμπειρία [ɛmbiˈria] SUBST ж.

1. εμπειρία (η εντύπωση από κάτι που ζούμε):

εμπειρία
Erfahrung ж.
μια μοναδική εμπειρία
προσωπική εμπειρία

2. εμπειρία (εξαιρετικό βίωμα):

εμπειρία
Erlebnis ср.
ήταν για μένα εμπειρία
ερωτική εμπειρία
τραυματική εμπειρία

Примеры со словом εμπειρία

προσωπική εμπειρία
ερωτική εμπειρία
τραυματική εμπειρία
ήταν για μένα εμπειρία
μια μοναδική εμπειρία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский