- εμπόριο
- Handel м.
- λιανικό εμπόριο
- Einzelhandel м.
- χοντρικό εμπόριο
- Großhandel м.
- άμεσο εμπόριο
- Direkthandel м.
- εμπόριο βιβλίων
- Buchhandel м.
- εμπόριο γυναικών
- Frauenhandel м.
- εμπόριο δημητριακών
-
- διαμετακομιστικό εμπόριο
-
- διατραπεζικό εμπόριο
-
- διεθνές εμπόριο
-
- ελεύθερο εμπόριο
- Freihandel м.
- εξαγωγικό εμπόριο
-
- εξαγωγικό εμπόριο
- Exporthandel м.
- εξωτερικό εμπόριο
- Außenhandel м.
- περιορισμοί м. мн. εξωτερικού εμπορίου
-
- εσωτερικό εμπόριο
- Binnenhandel м.
- εισαγωγικό εμπόριο
-
- εισαγωγικό εμπόριο
- Importhandel м.
- ενδιάμεσο εμπόριο
-
- ηλεκτρονικό εμπόριο
-
- ηλεκτρονικό εμπόριο
-
- κρατικό εμπόριο
- Staatshandel м.
- εμπόριο ναρκωτικών
- Drogenhandel м.
- νομισματικό εμπόριο
- Geldhandel м.
- εμπόριο οργάνων
- Organhandel м.
- παγκόσμιο εμπόριο
- Welthandel м.
- περιορισμοί м. мн. στο εμπόριο
-
- προθεσμιακό εμπόριο
- Terminhandel м.
- προθεσμιακο εμπόριο τίτλων
-
- εμπόριο συναλλάγματος
-
- εμπόριο τίτλων
-
- εμπόριο τροφίμων
-
- υπερπόντιο εμπόριο
-
- εμπόριο χάλυβα
- Stahlhandel м.
-
- Handelsverbot ср.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- εμπόριο ср. ναρκωτικών
- Drogenhandel м.
- υπερπόντιο εμπόριο
- εξαγωγικό εμπόριο
- Exporthandel м.
- ανεξάρτητο εμπόριο
- διατραπεζικό εμπόριο