греко » немецкий

Переводы „ενδεχόμενο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ενδεχόμενο [ɛnðɛˈxɔmɛnɔ] SUBST ср.

ενδεχόμενο
το ενδεχόμενο νέας απεργίας
το ενδεχόμενο της μείωσης των
για κάθε ενδεχόμενο
σπάνιο ενδεχόμενο СТАТ.

Примеры со словом ενδεχόμενο

σπάνιο ενδεχόμενο СТАТ.
το ενδεχόμενο νέας απεργίας
διά παν ενδεχόμενο
για κάθε ενδεχόμενο
το ενδεχόμενο της μείωσης των

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский