греко » немецкий

Переводы „ενοικίαση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ενοικίασ|η <-εις> [ɛniˈciasi] SUBST ж.

1. ενοικίαση (μίσθωση):

ενοικίαση
Mietung ж.
ενοικίαση
Mieten ср.

2. ενοικίαση (εκμίσθωση):

ενοικίαση
ενοικίαση ακινήτου
ενοικίαση αυτοκινήτων
ενοικίαση διαμερίσματος

Примеры со словом ενοικίαση

ενοικίαση ακινήτου
ενοικίαση αυτοκινήτων
ενοικίαση διαμερίσματος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский