греко » немецкий

Переводы „εξακολούθηση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εξακολούθησ|η <-εις> [ɛksakɔˈluθisi] SUBST ж.

1. εξακολούθηση (συνέχεια χωρίς διακοπή):

εξακολούθηση
Anhalten ср.
η εξακολούθηση της κρίσης
κατ' εξακολούθηση (συνεχώς)
κατ' εξακολούθηση (επανειλημμένως)

2. εξακολούθηση (συνέχιση ύστερα από διακοπή):

εξακολούθηση
η εξακολούθηση των διαπραγματεύσεων

Примеры со словом εξακολούθηση

κατ' εξακολούθηση (συνεχώς)
η εξακολούθηση της κρίσης
η εξακολούθηση των διαπραγματεύσεων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский