греко » немецкий

Переводы „εξισορρόπηση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εξισορρόπησ|η <-εις> [ɛksisɔˈrɔpisi] SUBST ж.

1. εξισορρόπηση (μιας κατάστασης):

εξισορρόπηση

2. εξισορρόπηση (της μιας πλευράς):

εξισορρόπηση
Ausgleich м.
εξισορρόπηση πληρωρισμού
εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών

Примеры со словом εξισορρόπηση

εξισορρόπηση πληρωρισμού
εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский