греко » немецкий

Переводы „εξυπηρέτηση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εξυπηρέτησ|η <-εις> [ɛksipiˈrɛtisi] SUBST ж.

1. εξυπηρέτηση (παροχή βοήθειας):

εξυπηρέτηση
Dienst м.
κάνω μια εξυπηρέτηση σε κάποιον

2. εξυπηρέτηση (χάρη):

εξυπηρέτηση
κάνω μια εξυπηρέτηση σε κάποιον

3. εξυπηρέτηση (σε κατάστημα: του πελάτη):

εξυπηρέτηση
Bedienung ж.

4. εξυπηρέτηση (σε ξενοδοχείο κτλ):

εξυπηρέτηση
Service м.
μεταγοραστική εξυπηρέτηση ЭКОН.

Примеры со словом εξυπηρέτηση

μεταγοραστική εξυπηρέτηση
κάνω μια εξυπηρέτηση σε κάποιον

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский