греко » немецкий

Переводы „εξωτερικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εξωτερικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔtɛriˈkɔs] ПРИЛ.

1. εξωτερικός (που βρίσκεται έξω):

εξωτερικός
Außen-, äußere(r, s)

2. εξωτερικός (έξω από τη χώρα):

εξωτερικός
Auslands-
εξωτερικός πελάτης
Auslandsschulden ж. мн.

3. εξωτερικός (αναφερόμενος στις διεθνείς σχέσεις):

εξωτερικός
Außen-, auswärtig

4. εξωτερικός (επιφανειακός):

εξωτερικός

Выражения:

εξωτερικός ασθενής

Примеры со словом εξωτερικός

εξωτερικός ασθενής
εξωτερικός πελάτης
εξωτερικός χώρος
εξωτερικός φλόκος
(εξωτερικός) ακουστικός πόρος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский