греко » немецкий

Переводы „επαγωγή“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

επαγωγή [ɛpaɣɔˈji] SUBST ж.

1. επαγωγή (στο συλλογισμό) МАТЕМ.:

επαγωγή
Induktion ж.
τέλεια επαγωγή

2. επαγωγή:

επαγωγή ФИЗ., ЭЛЕКТР.
Induktion ж.
αμιβαία επαγωγή
αμιβαία επαγωγή
ηλεκτρική επαγωγή
κινητική επαγωγή
μαγνητική επαγωγή
πυρηνική επαγωγή

Примеры со словом επαγωγή

τέλεια επαγωγή
αμιβαία επαγωγή
ηλεκτρική επαγωγή
κινητική επαγωγή
μαγνητική επαγωγή
πυρηνική επαγωγή

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский