греко » немецкий

επιδεικνύω

επιδεικνύω s. επιδείχνω

Смотри также επιδείχνω

επ|ιδείχνω [ɛpiˈðixnɔ], επ|ιδεικνύω [ɛpiðikˈniɔ] <-έδειξα, ιδείχτηκα, -ιδειγμένος> VERB перех.

1. επιδείχνω (νέα μηχανήματα κτλ):

2. επιδείχνω (για εντυπωσιασμό, σε έκθεση):

επ|ιδείχνω [ɛpiˈðixnɔ], επ|ιδεικνύω [ɛpiðikˈniɔ] <-έδειξα, ιδείχτηκα, -ιδειγμένος> VERB перех.

1. επιδείχνω (νέα μηχανήματα κτλ):

2. επιδείχνω (για εντυπωσιασμό, σε έκθεση):

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский