- επιτόκιο
- Zinssatz м.
- επιτόκιο δανείου
-
- σταθερό/κυμαινόμενο επιτόκιο
-
- ετήσιο επιτόκιο
- Jahreszins м.
- επιτόκια ср. мн. τραπεζικών δανείων
-
- επιτόκιο καταθέσεων
- Einlagenzins м.
- προεξοφλητικό επιτόκιο
- Diskontsatz м.
- προεξοφλητικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας
-
- χρεωστικό επιτόκιο
-
-
- Zinszuschuss м.
-
- Zinsgefälle ср.
- διακυμάνσεις ж. мн. επιτοκίων
-
-
- Zinsstruktur ж.
-
- Zinsniveau ср.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.