греко » немецкий

Переводы „εργαζόμενος“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . εργαζόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrɣaˈzɔmɛnɔs] ПРИЛ. (που εργάζεται)

εργαζόμενος

II . εργαζόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrɣaˈzɔmɛnɔs] SUBST м./ж.

1. εργαζόμενος (σε αντίθεση με τον μη εργαζόμενο):

εργαζόμενος
μεθοριακός εργαζόμενος

Примеры со словом εργαζόμενος

μεθοριακός εργαζόμενος
λαθραία εργαζόμενος
Schwarzarbeiter(in) м. (ж.)
μη εργαζόμενος (ως επίθετο)
εργαζόμενος/εργαζόμενη м./ж. κατ' οίκον
Heimarbeiter(in) м. (ж.)
εργαζόμενος κατ' οίκον
Heimarbeiter(in) м. (ж.)
λαθραία εργαζόμενος/εργαζόμενη
Schwarzarbeiter(in) м. (ж.)

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский