- εργασία
- Arbeit ж.
- εργασία
- Tätigkeit ж.
- εργασία ανηλίκων
- Kinderarbeit ж.
- γεωργική εργασία
- Landarbeit ж.
- εργασία γραφείου
-
-
- Akkordarbeit ж.
-
- Büroarbeit ж.
- ειδικευμένη εργασία
- Facharbeit ж.
- εποχική εργασία
- Saisonarbeit ж.
- ερευνητική εργασία (επιστημονικό έργο)
-
- καταναγκαστική εργασία
- Zwangsarbeit ж.
- κοινωνική εργασία (των κοινωνικών λειτουργών)
- Sozialarbeit ж.
- κύρια εργασία
-
- λαθραία εργασία
-
- νυχτερινή εργασία
- Nachtarbeit ж.
- ομαδική εργασία
- Teamarbeit ж.
- πνευματική εργασία
-
- εργασία το σαββατοκύριακο
-
- υποχρεωτική εργασία
-
- χειρωνακτική εργασία
- Handarbeit ж.
-
- Geschäftsessen ср.
-
- Arbeitsweise ж.
-
- Arbeitsangebot ср.
-
- Jobangebot ср.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- κοινωνική εργασία
- Sozialarbeit ж.
- εποχική εργασία
- Saisonarbeit ж.
- εργασία ανηλίκων
- Kinderarbeit ж.
- γεωργική εργασία
- Landarbeit ж.
- διπλωματική εργασία
- Diplomarbeit ж.