греко » немецкий

Переводы „εργασία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εργασία [ɛrɣaˈsia] SUBST ж. (δουλειά, γραπτό έργο)

εργασία
Arbeit ж.
εργασία
βρίσκω εργασία
μένω χωρίς εργασία
εργασία ανηλίκων
εργασία με βάρδιες
γεωργική εργασία
εργασία γραφείου
εργασία με το κομμάτι
εργασία στο γραφείο
ειδικευμένη εργασία
εποχική εργασία
κύρια εργασία
εργασία την Κυριακή
λαθραία εργασία
μισθωτή/άμισθη εργασία
νυχτερινή εργασία
Bauarbeiten ж. мн.
ομαδική εργασία
ομαδική εργασία
Arbeit ж. im Team
πνευματική εργασία
υποχρεωτική εργασία
χειρωνακτική εργασία
Umsatz м.
Jobangebot ср.

Примеры со словом εργασία

κοινωνική εργασία
εποχική εργασία
εργασία ανηλίκων
γεωργική εργασία
διπλωματική εργασία
ειδικευμένη εργασία
εργασία γραφείου
πνευματική εργασία
βρίσκω εργασία
κύρια εργασία
λαθραία εργασία
νυχτερινή εργασία
ομαδική εργασία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский