греко » немецкий

Переводы „εργοστάσιο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εργοστάσιο [ɛrɣɔˈstasiɔ] SUBST ср.

εργοστάσιο
Fabrik ж.
από το εργοστάσιο ЭКОН. (ως Incoterm)
κεντρικό εργοστάσιο
Hauptwerk ср.
εργοστάσιο όπλων
εργοστάσιο παπουτσιών
εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος
εργοστάσιο κατασκευής τσιπ
εργοστάσιο ατομικής ενέργειας
εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας
εργοστάσιο υφαντουργίας
εργοστάσιο παραγωγής φωταερίου
Gaswerk ср.
εργοστάσιο χαρτοποιίας
εργοστάσιο χημικών προϊόντων
εργοστάσιο χημικών προϊόντων

Примеры со словом εργοστάσιο

εργοστάσιο ср. χαρτοποιίας
εργοστάσιο ср. λιπαντικών
κεντρικό εργοστάσιο
Hauptwerk ср.
εργοστάσιο χαρτοποιίας
εργοστάσιο όπλων
εργοστάσιο παπουτσιών
εργοστάσιο υφαντουργίας
πυρηνικό εργοστάσιο
Kraftwerk ср.
από το εργοστάσιο ЭКОН. (ως Incoterm)
Gaswerk ср.
εργοστάσιο χημικών προϊόντων
εργοστάσιο κατασκευής τσιπ

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский