греко » немецкий

Переводы „εσωτερικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εσωτερικό [ɛsɔtɛriˈkɔ] SUBST ср.

1. εσωτερικό (μέσα μέρος: κουτιού κτλ):

εσωτερικό
Inneres ср.
το εσωτερικό της γης
das Erdinnere ср.
το εσωτερικό του δοχείου
στο εσωτερικό
im Inner(e)n

2. εσωτερικό (εσωτερική πλευρά):

εσωτερικό
στο εσωτερικό του καπακιού

3. εσωτερικό (ενδοχώρα):

εσωτερικό
Binnenland ср.
εσωτερικό
Inland ср.
το εσωτερικό της χώρας
das Binnenland ср.
το εσωτερικό της χώρας
das Inland ср.
Binnenbedarf м. ед.

4. εσωτερικό (αυτό το κράτος):

εσωτερικό
Inland ср.
στο εσωτερικό

Примеры со словом εσωτερικό

εσωτερικό αφτί
Innenohr ср.
στο εσωτερικό
εσωτερικό μονοπώλιο
εσωτερικό εμπόριο
στο εσωτερικό του καπακιού
το εσωτερικό της χώρας
το εσωτερικό του δοχείου
το εσωτερικό της γης
πωλήσεις ж. мн. στο εσωτερικό
εσωτερικό/εξωτερικό μόντεμ

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский