греко » немецкий

εφημερίδα [ɛfimɛˈriða] SUBST ж.

εφημερίδα
Zeitung ж.
εφημερίδα αγγελιών
εφημερίδα αγγελιών
αθλητική εφημερίδα
απογευματινή εφημερίδα
εβδομαδιαία εφημερίδα
εφημερίδα εργοστασίου
καθημερινή εφημερίδα
λαϊκή εφημερίδα
λαϊκή εφημερίδα
εφημερίδα της κυβέρνησης, επίσημη εφημερίδα
Amtsblatt ср.
κυριακάτικη εφημερίδα
οικονομική εφημερίδα
πρωινή εφημερίδα
σατιρική εφημερίδα
σατιρική εφημερίδα
Satireblatt ср.
τοπική εφημερίδα
εφημερίδα χρηματιστηρίου

εφημερίδα SUBST

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом εφημερίδα

εφημερίδα της κυβέρνησης, επίσημη εφημερίδα
Amtsblatt ср.
εφημερίδα αγγελιών
αθλητική εφημερίδα
απογευματινή εφημερίδα
εβδομαδιαία εφημερίδα
τοπική εφημερίδα
εφημερίδα χρηματιστηρίου
εφημερίδα εργοστασίου
καθημερινή εφημερίδα
λαϊκή εφημερίδα
κυριακάτικη εφημερίδα
οικονομική εφημερίδα
πρωινή εφημερίδα
σατιρική εφημερίδα
εκεί που διάβαζα την εφημερίδα …

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский