греко » немецкий

ηλεκτρονικ|ός <-ή, -ό> [ilɛktrɔniˈkɔs] ПРИЛ.

ηλεκτρονικός
ηλεκτρονικός μουσική
ηλεκτρονικός υπολογιστής
Computer м.

ηλεκτρονικός SUBST

Статья, составленная пользователем
ηλεκτρονικός (τεχνίτης) м.
ηλεκτρονικός (μηχανικός) м.

Примеры со словом ηλεκτρονικός

ηλεκτρονικός υπολογιστής
ηλεκτρονικός εγκέφαλος
ηλεκτρονικός μουσική
ηλεκτρονικός πόλεμος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский