греко » немецкий

Переводы „ικανότητα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ικανότητα [ikaˈnɔtita] SUBST ж.

1. ικανότητα (το να μπορώ):

ικανότητα
ικανότητα όρασης (το πόσο βλέπω)
ανταγωνιστική ικανότητα ЭКОН.

2. ικανότητα (καταλληλότητα):

ικανότητα
Eignung ж.
επαγγελματική ικανότητα

3. ικανότητα (σεξουαλική):

ικανότητα
Potenz ж.

4. ικανότητα ВОЕН.:

ικανότητα

Примеры со словом ικανότητα

ικανότητα ж. συντήρησης
ικανότητα ж. όρασης
ικανότητα ж. ορκοδοσία
λιπαντική ικανότητα
πιστοληπτική ικανότητα
δανειοληπτική ικανότητα
ανακλαστική ικανότητα ФИЗ.
διανοητική ικανότητα
ικανότητα όρασης (το πόσο βλέπω)
ανταγωνιστική ικανότητα ЭКОН.
επαγγελματική ικανότητα
προσαρμοστική ικανότητα
ικανότητα καταλογισμού
οξειδωτική ικανότητα
γλωσσική ικανότητα
αναπαραγωγική ικανότητα
αντιληπτική ικανότητα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский