- ισολογισμός ЭКОН., БУХГ.
- Bilanz ж.
- ισολογισμός ανοίγματος/κλεισίματος
-
- ισολογισμός εταιρείας
-
- γενικός ισολογισμός
- Gesamtbilanz ж.
- εγκεκριμένος ισολογισμός
-
- μηνιαίος ισολογισμός
- Monatsbilanz ж.
- εξαμηνιαίος ισολογισμός
-
- ετήσιος ισολογισμός
- Jahresbilanz ж.
- ενοποιημένος ισολογισμός
-
- προσωρινός ισολογισμός
-
- προσωρινός ισολογισμός
-
- φορολογικός ισολογισμός
- Steuerbilanz ж.
- ελεγκτής/ελέγκτρια м./ж. ισολογισμού
-
- μονάδα ж. του ισολογισμού
-
-
- Bilanzierung ж.
- ισολογισμός
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- ισολογισμός εταιρείας
- γενικός ισολογισμός
- Gesamtbilanz ж.
- μηνιαίος ισολογισμός
- Monatsbilanz ж.
- εξαμηνιαίος ισολογισμός
- ετήσιος ισολογισμός
- Jahresbilanz ж.