греко » немецкий

Переводы „ιστορικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ιστορικό [istɔriˈkɔ] SUBST ср.

1. ιστορικό (γενικά):

ιστορικό

2. ιστορικό (ασθένειας):

ιστορικό
Anamnese ж.

3. ιστορικό (αρρώστου):

ιστορικό

Примеры со словом ιστορικό

ιστορικό κόστος
ιστορικό μνημείο
ιστορικό ср. της απέλασης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский