греко » немецкий

Переводы „καθρέφτης“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

καθρέφτης [kaˈθrɛftis] SUBST м.

1. καθρέφτης:

καθρέφτης
Spiegel м.
καθρέφτης με φωτισμό
καθρέφτης μπάνιου (μόνο ο καθρέφτης)

2. καθρέφτης (ειδικά αυτοκινήτου: γενικά):

καθρέφτης
ηλεκτρικός καθρέφτης
πλαϊνός καθρέφτης

Примеры со словом καθρέφτης

καθρέφτης μπάνιου (μόνο ο καθρέφτης)
ηλεκτρικός καθρέφτης
πλαϊνός καθρέφτης
καθρέφτης με φωτισμό
ένας πολύτιμος καθρέφτης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский