греко » немецкий

Переводы „καλώδιο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

καλώδιο [kaˈlɔðiɔ] SUBST ср. ЭЛЕКТР.

καλώδιο
Kabel ср.
καλώδιο δικτύου
καλώδιο επέκτασης
ηλεκτρικό καλώδιο
Stromkabel ср.
ηλεκτρικό καλώδιο
Elektrokabel ср.
καλώδιο οθόνης ИНФОРМ.
Monitorkabel ср.
ομοαξονικό καλώδιο
Koaxialkabel ср.
καλώδιο οπτικών ινών
Adapterkabel ср.
καλώδιο σύνδεσης
καλώδιο USB
USB-Kabel ср.

Примеры со словом καλώδιο

καλώδιο ср. ραδιοσυχνοτήτων
καλώδιο ср. οθόνης
καλώδιο ср. USB
USB-Kabel ср.
ηλεκτροφόρο καλώδιο
τετραδικό καλώδιο ЭЛЕКТР.
καλώδιο οθόνης ИНФОРМ.
ομοαξονικό καλώδιο
καλώδιο σύνδεσης
καλώδιο USB
USB-Kabel ср.
καλώδιο δικτύου
καλώδιο επέκτασης
ηλεκτρικό καλώδιο
πλακέ καλώδιο
καλώδιο οπτικών ινών

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский