- κατάχρηση
- Missbrauch м.
- κάνω κατάχρηση της εμπιστοσύνης κάποιου/του δικαιώματός μου
-
- κάνεις κατάχρηση (το παρακάνεις)
-
- κατάχρηση δικαιώματος
-
- κατάχρηση εμπιστοσύνης
-
- κατάχρηση εξουσίας
-
- κατάχρηση οινοπνεύματος
-
- κατάχρηση φαρμάκων
-
- κατάχρηση
-
- κατάχρηση
- Veruntreuung ж.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- κατάχρηση ж. δικαιώματος
- κατάχρηση ж. εμπιστοσύνης
- κατάχρηση ж. εξουσίας
- διαδικαστική κατάχρηση
- δικονομική κατάχρηση