греко » немецкий

Переводы „κατηγορούμενος“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . κατηγορούμεν|ος <-η, -ο> [katiɣɔˈrumɛnɔs] ПРИЛ. ЮРИД.

1. κατηγορούμενος (παραπεμφθείς στο ακροατήριο):

κατηγορούμενος

2. κατηγορούμενος (κατά τη διερευνητική διαδικασία):

κατηγορούμενος

3. κατηγορούμενος (κατά του οποίου ασκείται ποινική δίωξη):

κατηγορούμενος

II . κατηγορούμεν|ος <-η, -ο> [katiɣɔˈrumɛnɔs] SUBST м./ж. ЮРИД.

1. κατηγορούμενος (ο παραπεμφθείς στο ακροατήριο):

κατηγορούμενος
κύριος κατηγορούμενος

2. κατηγορούμενος (κατά τη διερευνητική διαδικασία):

κατηγορούμενος

3. κατηγορούμενος (κατά του οποίου ασκείται ποινική δίωξη):

κατηγορούμενος

Примеры со словом κατηγορούμενος

κύριος κατηγορούμενος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский