греко » немецкий

Переводы „κεντρικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

κεντρικ|ός <-ή, -ό> [cɛndriˈkɔs] ПРИЛ.

1. κεντρικός (που βρίσκεται στο κέντρο):

κεντρικός
zentral, Mittel-

2. κεντρικός (κύριος: σταθμός, είσοδος κτλ):

κεντρικός
Haupt-

Примеры со словом κεντρικός

κεντρικός δρόμος
κεντρικός αγωγός
κεντρικός σταθμός
μέσος κεντρικός
κεντρικός μεσημβρινός
κύριος/κεντρικός διάδρομος
κεντρικός/πλαϊνός τομέας

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский