κλάδος [ˈklaðɔs] SUBST м.
1. κλάδος (κλωνάρι):
- κλάδος
- Ast м.
2. κλάδος (επιστήμης, οικονομίας):
- κλάδος
- Zweig м.
- ασφαλιστικός κλάδος
-
- βιομηχανικός κλάδος
-
- επαγγελματικός κλάδος
- Berufszweig м.
- επιστημονικός κλάδος
-
- επιχειρηματικός κλάδος
-
- επιχειρηματικός κλάδος
-
- οικονομικός κλάδος
-
3. κλάδος (που ακολουθεί ο φοιτητής):
- κλάδος
- Fach ср.
4. κλάδος ТОРГ.:
- κλάδος
- Branche ж.
PONS OpenDict
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
Примеры из словаря PONS (редакционная проверка)
- βιομηχανικός κλάδος
- επαγγελματικός κλάδος
- Berufszweig м.
- επιστημονικός κλάδος
- επιχειρηματικός κλάδος
- οικονομικός κλάδος