греко » немецкий

Переводы „κοινωνία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

κοινωνία [cinɔˈnia] SUBST ж.

1. κοινωνία (σύνολο ανθρώπων):

κοινωνία
καταναλωτική κοινωνία
κοινωνία της αφθονίας
κοινωνία της πληροφορίας
ταξική κοινωνία
αταξική κοινωνία

2. κοινωνία РЕЛИГ.:

κοινωνία
Abendmahl ср.
κοινωνία
Kommunion ж.
θεία κοινωνία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский