греко » немецкий

κυβέρνησ|η <-εις> [ciˈvɛrnisi] SUBST ж.

κυβέρνηση
Regierung ж.
κυβέρνηση συνασπισμού
κυβέρνηση μειοψηφίας
κυβέρνηση αυτονομίας
αυτοδύναμη κυβέρνηση
κυβέρνηση σε εξορία
επαναστατική κυβέρνηση
ομοσπονδιακή κυβέρνηση
υπηρεσιακή κυβέρνηση
υπηρεσιακή κυβέρνηση

κυβέρνηση SUBST

Статья, составленная пользователем
μονοκομματκή κυβέρνηση ж.

Примеры со словом κυβέρνηση

επαναστατική κυβέρνηση
κυβέρνηση μειοψηφίας
κυβέρνηση αυτονομίας
αυτοδύναμη κυβέρνηση
ομοσπονδιακή κυβέρνηση
υπηρεσιακή κυβέρνηση
κυβέρνηση συνασπισμού
δικομματική κυβέρνηση
μεταβατική κυβέρνηση
κυβέρνηση ж. σε εξορία
κυβέρνηση σε εξορία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский