- κόστος
- Kosten мн.
- κόστος αμοιβής (σε επιχείρηση)
- Lohnkosten мн.
- κόστος αντικατάστασης
-
- κόστος αποθήκευσης
- Lagerkosten мн.
- κόστος διάθεσης ЭКОН.
- Vertriebskosten мн.
- εκτιμώμενο κόστος
-
- έμμεσο κόστος ЭКОН.
-
- επακόλουθο κόστος
- Folgekosten мн.
- κόστος εργασίας (σε επιχείρηση)
- Arbeitskosten мн.
- κόστος ζωής
-
- κόστος κεφαλαίου
- Kapitalkosten мн.
- μέσο κόστος
-
-
- Stückkosten мн.
- οριακό κόστος
- Grenzkosten мн.
- κόστος παραγωγής
-
- πραγματικό κόστος
- Istkosten мн.
- πραγματικό κόστος
-
- συνολικό κόστος
- Gesamtkosten мн.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- κόστος ср. κτήσης
- κόστος ср. κατασκευής,
- κόστος ср. κατασκευών
- Baukosten мн.
- κόστος ср. διαφήμισης
- Werbekosten мн.
- ολικό κόστος
- Gesamtkosten мн.