греко » немецкий

μετακίνησ|η <-εις> [mɛtaˈcinisi] SUBST ж.

1. μετακίνηση (μετατόπιση):

μετακίνηση
Versetzen ср.
μετακίνηση

2. μετακίνηση (υπαλλήλου):

μετακίνηση
επαγγελματική μετακίνηση

μετακίνηση SUBST

Статья, составленная пользователем
μετακίνηση (μετάβαση σε άλλο τόπο) ж.

Примеры со словом μετακίνηση

επαγγελματική μετακίνηση
όδευση/μετακίνηση ж. ιόντων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский