μέτρο [ˈmɛtrɔ] SUBST ср.
1. μέτρο (πρότυπο σύγκρισης, βαθμός, μήκος, πλάτος, βάθος):
-
Maß ср.
-
τα μέτρα (οι διαστάσεις)
-
Längenmaß ср.
4. μέτρο (ενέργεια):
-
Maßnahme ж.
Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?
Пришлите нам новую статью.