греко » немецкий

Переводы „μηνίσκος“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

μηνίσκος [miˈniskɔs] SUBST м.

1. μηνίσκος АНАТ. (γόνατου):

μηνίσκος
Meniskus м.
μηνίσκος του νυχιού

2. μηνίσκος (τραυματισμός):

μηνίσκος

3. μηνίσκος (φεγγαριού):

μηνίσκος
νέος μηνίσκος
νέος μηνίσκος
παλιός μηνίσκος
παλιός μηνίσκος

4. μηνίσκος МАТЕМ.:

μηνίσκος
Möndchen ср.
μηνίσκος
Zweieck ср.

Примеры со словом μηνίσκος

νέος μηνίσκος
παλιός μηνίσκος
μηνίσκος του νυχιού

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский