греко » немецкий

Переводы „μονοπώλιο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

μονοπώλιο [mɔnɔˈpɔliɔ] SUBST ср.

μονοπώλιο
Monopol ср.
δεν έχεις το μονοπώλιο του καλού γούστου перенос.
μονοπώλιο αγοράς
Marktmonopol ср.
απόλυτο μονοπώλιο
βιομηχανικό μονοπώλιο
δημοσιονομικό μονοπώλιο
δικτυακό μονοπώλιο
Netzmonopol ср.
διμερές μονοπώλιο
εμπορικό μονοπώλιο
εσωτερικό μονοπώλιο
μονοπώλιο καπνού
Tabakmonopol ср.
κρατικό μονοπώλιο
μονοπώλιο πληροφοριών
μονοπώλιο των πωλήσεων
τραπεζικό μονοπώλιο
Bankmonopol ср.
φορολογικό μονοπώλιο

Примеры со словом μονοπώλιο

μονοπώλιο αγοράς
δικτυακό μονοπώλιο
διμερές μονοπώλιο
δημοσιονομικό μονοπώλιο
απόλυτο μονοπώλιο
βιομηχανικό μονοπώλιο
εμπορικό μονοπώλιο
εσωτερικό μονοπώλιο
μονοπώλιο καπνού
κρατικό μονοπώλιο
μονοπώλιο πληροφοριών
τραπεζικό μονοπώλιο
φορολογικό μονοπώλιο
μονοπώλιο ср. στην εύρεση εργασίας
μονοπώλιο των πωλήσεων
δεν έχεις το μονοπώλιο του καλού γούστου перенос.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский