греко » немецкий

νόμισμα [ˈnɔmizma] SUBST ср.

2. νόμισμα (κέρμα):

νόμισμα
Münze ж.
νόμισμα ενός ευρώ
χρυσό νόμισμα

νόμισμα SUBST

Статья, составленная пользователем
αναμνηστικό νόμισμα ср.

Примеры со словом νόμισμα

νόμισμα ср. συμψηφισμού
εγχώριο νόμισμα
εθνικό νόμισμα
αποδεκτό νόμισμα
αποθεματικό νόμισμα
ασθενές νόμισμα
ενιαίο νόμισμα
μετατρέψιμο νόμισμα
νόμιμο νόμισμα
ξένο νόμισμα
σκληρό νόμισμα
χρυσό νόμισμα
νόμισμα ενός ευρώ

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский