греко » немецкий

Переводы „ολοκλήρωση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ολοκλήρωσ|η <-εις> [ɔlɔˈklirɔsi] SUBST ж.

1. ολοκλήρωση:

ολοκλήρωση

2. ολοκλήρωση МАТЕМ.:

ολοκλήρωση перенос.
βιομηχανική ολοκλήρωση
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
αριθμητική ολοκλήρωση
μιγαδική ολοκλήρωση
οικονομική ολοκλήρωση ЭКОН.
Integralkurven ж. мн.

Примеры со словом ολοκλήρωση

οικονομική ολοκλήρωση ЭКОН.
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
βιομηχανική ολοκλήρωση
αριθμητική ολοκλήρωση
μιγαδική ολοκλήρωση
ολοκλήρωση ж. της προανάκρισης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский