греко » немецкий

Переводы „ορυκτό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ορυκτό [ɔrikˈtɔ] SUBST ср.

1. ορυκτό (γενικά):

ορυκτό
Mineral ср.
αργιλικό ορυκτό
Tonmineral ср.
βαρύ ορυκτό
ορυκτό του βορίου
Bormineral ср.
ισότυπο ορυκτό
πρωτογενές ορυκτό
πυριτικό ορυκτό
Silikat ср.
ραδιενεργό ορυκτό

2. ορυκτό (μεταλλοφόρο):

ορυκτό
Erz ср.
μεταλλικό ορυκτό
Erzlager ср. ед.

Примеры со словом ορυκτό

βαρύ ορυκτό
ορυκτό άλας
αργιλικό ορυκτό
πυριτικό ορυκτό
Silikat ср.
ορυκτό καύσιμο
μεταλλικό ορυκτό
ισότυπο ορυκτό
βαναδικό ορυκτό
Vanadat ср.
ορυκτό οξύ
ορυκτό ср. του βορίου
ορυκτό του βορίου

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский