греко » немецкий

πέμπτη [ˈpɛmpti] SUBST ж.

1. πέμπτη (ταχύτητα οχήματος):

πέμπτη
βάζω (την) πέμπτη
πηγαίνω με (την) πέμπτη

2. πέμπτη (ημέρα του μήνα):

η πέμπτη
der Fünfte м.
την πέμπτη Απριλίου
την πέμπτη έκτου

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский