греко » немецкий

Переводы „πέτρωμα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

πέτρωμα [ˈpɛtrɔma] SUBST ср.

1. πέτρωμα (ύλη):

πέτρωμα
Gestein ср.
Kalkgestein ср.
εκρηξιγενές πέτρωμα
έκχυτο πέτρωμα
ηφαιστειακό πέτρωμα
ιζηματογενές πέτρωμα
κρυσταλλικό πέτρωμα
μαγματικό πέτρωμα
μητρικό πέτρωμα
πυριγενές πέτρωμα
σεληνιακό πέτρωμα
Mondgestein ср.
φυσικό πέτρωμα
Naturgestein ср.

2. πέτρωμα (μεταβολή σε πέτρα):

πέτρωμα

Примеры со словом πέτρωμα

ετερόμορφο πέτρωμα
μαγματικό πέτρωμα
βιοκλαστικό πέτρωμα
εκρηξιγενές πέτρωμα
ποταμογενές πέτρωμα
έκχυτο πέτρωμα
κρυσταλλικό πέτρωμα
μητρικό πέτρωμα
πυριγενές πέτρωμα
σεληνιακό πέτρωμα
φυσικό πέτρωμα
ηφαιστειακό πέτρωμα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский