греко » немецкий

Переводы „παροχή“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

παροχή [parɔˈçi] SUBST ж.

1. παροχή (χορήγηση):

παροχή
η παροχή της άδειας να
παροχή βοήθειας
παροχή εγγύησης
παροχή προστασίας
παροχή υποστήριξης

2. παροχή (εφοδιασμός):

παροχή

3. παροχή (χορηγούμενα χρήματα):

παροχή
Leistung ж.
παροχή σε χρήμα
εξισωτική παροχή

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский