греко » немецкий

Переводы „πεδίο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

πεδίο [pɛˈðiɔ] SUBST ср.

1. πεδίο (πεδιάδα):

πεδίο
Ebene ж.
πεδίο μάχης
Schlachtfeld ср.

2. πεδίο (εξωχή) ФИЗ.:

πεδίο
Feld ср.
σε ανοιχτό πεδίο
μαγνητικό πεδίο
Magnetfeld ср.
πεδίο διασποράς
Streufeld ср.
δυναμικό πεδίο, πεδίο δυνάμεων
Kraftfeld ср.
επαγωγικό πεδίο
ελεύθερο πεδίο
freies Feld ср.
ηλεκτρικό πεδίο
κοντινό πεδίο
Nahfeld ср.
Kristallfeld ср.
οπτικό πεδίο
Bildfeld ср.
πεδίο όρασης
Gesichtsfeld ср.
βάθος ср. πεδίου ФОТО.

3. πεδίο перенос. (κάποιας δραστηριότητας):

πεδίο
Gebiet ср.
πεδίο
Bereich м.
στο πεδίο της
πεδίο έρευνας

Примеры со словом πεδίο

δυναμικό πεδίο, πεδίο δυνάμεων
Kraftfeld ср.
πεδίο ср. βαρύτητας
πεδίο ср. όρασης
πεδίο ср. δράσης
πεδίο ср. λάβας
Lavafeld ср.
πεδίο ср. ειδώλου
Bildfeld ср.
πεδίο ср. ισχύος
πεδίο μάχης
Streufeld ср.
ελεύθερο πεδίο
freies Feld ср.
κοντινό πεδίο
Nahfeld ср.
οπτικό πεδίο
Bildfeld ср.
πεδίο όρασης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский